- οδοντοπώμασμα
- τοφαρμακευτικό μίγμα που χρησιμοποιείται για να φράζονται οι κοιλότητες τών δοντιών οι οποίες προκαλούνται από την τερηδόνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + πώμασμα, αντί πωμάτισμα, από το ρ. πωματίζω (κατά τα παρ. σε -ασμα από ρ. σε -άζω: μοιράζω —μοίρασμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1875 στον θ. Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.